Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα
Στα 1830, σ’ ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο… Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ’ αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα».
Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε
Ο λαός βλέπει και κρίνει. Βλέπει τα πάντα που περνούν μπροστά από τα μάτια του. Παρακολουθεί όλες τις σκηνές του κοινωνικού βίου, αδιαφορώντας αν τα πρόσωπα των σκηνών αυτών είναι άνθρωποι ή ζώα. Κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και κάπου – κάπου κάτι λέει. Αυτό που λέει, είναι η παροιμία, είναι παροιμιώδης έκφραση. Βλέπει τώρα το συμπέθερό του το Σταμάτη, που τρέχει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρει το γάιδαρο του. Ο γερο – θυμόσοφος, που κάθεται κάτω στον ίσκιο μιας βελανιδιάς, είχε προσέξει, ότι ο Σταμάτης ο συμπέθερός του, είχε ξεσαμαρώσει το γάιδαρο, ότι του έβαλε σ ένα κουρούπι πίτουρο, σ ένα άλλο νερό και έφυγε αφήνοντας τον εκεί. Ο γέρος, όμως, είχε παρατηρήσει και κάτι άλλο: ότι το ζώο ήταν λυτό, ότι ανέμιζε την ουρά του, και ότι, άμα η μουργέλα (αλογόμυγα) του χώθηκε στο ρουθούνι, άρχισε τις κλοτσιές και το έβαλε στα πόδια. Και την ώρα που ο απελπισμένος Σταμάτης ζυγώνει το γέρο και τον ρωτάει: – Μπας και είδες, συμπέθερε, κατά πού έκανε ο γάιδαρος μου; Ο γέρος, αντί για άλλη απάντηση, του λέει και μάλιστα έμμετρα: – «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρεύε!…».
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Στα παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο, γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά. Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια! Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης = άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.). Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)! Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
ΠΗΓΗ...http://endiaferonta.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου